Τη δέσμευση της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας να καλύψει τις φαρμακευτικές ανάγκες της χώρας με ποιοτικό και ασφαλές φάρμακο, διατυπώνει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), Θεόδωρος Τρύφων, μιλώντας στο in.gr. Απαντά, επίσης, στις επικρισείς για τα ακριβά ελληνικά γενόσημα και σκιαγραφεί το πλαίσιο για την αύξηση της εγχώριας επιχειρηματικότητας.

Συνέντευξη: Μαίρη Μπιμπή

Η κυβέρνηση τάσσεται υπέρ της ελληνικής επιχειρηματικότητας, δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες. Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν πραγματικά οι εταιρείες-μέλη της ΠΕΦ να επενδύσουν στην Ελλάδα;

Δυστυχώς, τα προηγούμενα χρόνια ο κλάδος μας βρέθηκε αντιμέτωπος με διαρκείς αλλαγές στο υπουργείο Υγείας, με αποτέλεσμα την έλλειψη συνέχειας στις ακολουθούμενες πολιτικές. Κι όλα αυτά, τη στιγμή που η φαρμακευτική πολιτική προϋποθέτει έναν πενταετή τουλάχιστον ορίζοντα για να αποδώσει. Η κατάσταση αυτή μας οδήγησε σε μια διαρκή προσπάθεια διαχείρισης κρίσης. Παράλληλα, οι εξαντλητικές μειώσεις που εφαρμόστηκαν στις τιμές των ελληνικών φαρμάκων, καθώς επίσης και οι ασύμμετρες επιβαρύνσεις που μας επιβλήθηκαν, οδήγησαν στην επικράτηση ακριβών εισαγομένων φαρμάκων. Η οικονομική πίεση που ασκήθηκε στην ελληνική φαρμακοβιομηχανία κατά τη διάρκεια του Μνημονίου είχε ως αποτέλεσμα το 50% των εσόδων μας να πηγαίνει σε έμμεση και άμεση φορολογία. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν, ότι οι συνθήκες αυτές δεν συνθέτουν ένα βιώσιμο περιβάλλον για την εγχώρια παραγωγή φαρμάκων. Γι’ αυτό τον λόγο, είναι αναγκαία η χορήγηση κινήτρων που θα ενθαρρύνουν της επενδύσεις από τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες.

Για να ενισχυθεί, λοιπόν, η εγχώρια επενδυτική και παραγωγική βάση της χώρας θα πρέπει κατ’ αρχάς να διαμορφωθεί ένα σταθερό πλαίσιο λειτουργίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε ο,τι αφορά τους συνομιλητές, αλλά και τη φορολογική βάση. Αντιπροσωπεύοντας το 60% των θέσεων εργασίας του κλάδου με επενδύσεις έρευνας και ανάπτυξης που αγγίζουν τα 30 εκατομμύρια ετησίως και με ετήσια συνεισφορά 2,8 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ της χώρας, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία μπορεί αναμφίβολα να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας.

Τα ελληνικά γενόσημα φάρμακα ενώ εξάγονται σε περισσότερες από 80 χώρες του κόσμου, στην Ελλάδα έχουν κατηγορηθεί για την υψηλή τιμή τους. Μήπως η τιμή είναι το εμπόδιο για τη μη αύξηση του μεριδίου τους στην εγχώρια αγορά;

Αναμφίβολα, η εξαγωγική δραστηριότητα των ελληνικών γενοσήμων σηματοδοτεί μια διεθνή αναγνώριση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας τους. Ωστόσο, όπως προανέφερα, τα τελευταία χρόνια ο κλάδος μας δέχθηκε μια άδικη επίθεση, η οποία εστίασε κυρίως στις τιμές.

Οι μειώσεις που εφαρμόστηκαν στις τιμές των γενοσήμων φαρμάκων τα προηγούμενα πέντε χρόνια ανήλθαν στο 60%, ενώ, εάν συνυπολογιστούν τα rebate και clawback, η τελική τιμή του γενοσήμου διαμορφώνεται περίπου στο 27% του πρωτοτύπου.

Είναι ξεκάθαρο λοιπόν, ότι τα ελληνικά γενόσημα όχι απλά δεν είναι ακριβά, αλλά οι δραματικά χαμηλές τιμές τους δημιουργούν τον κίνδυνο να καταστεί ασύμφορη η παραγωγή τους με συνέπεια την απόσυρσή τους από την αγορά και την επικράτηση ακριβών φαρμάκων. Μια τέτοια εξέλιξη συνιστά απειλή τόσο για την πρόσβαση των ασθενών στις αναγκαίες φαρμακευτικές θεραπείες, όσο και για τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών Ταμείων.

Αποδεικνύεται επομένως περίτρανα, ότι η τιμή δεν αποτελεί εμπόδιο για την αύξηση της διείσδυσης των ελληνικών γενοσήμων, καθώς παρά τη μεγάλη μείωση των τιμών τους, τα μερίδια αγοράς τους παραμένουν καθηλωμένα στο 20% της αγοράς προς όφελος των ακριβών εισαγομένων φαρμάκων. Να σημειωθεί επίσης, ότι η συμμετοχή τους στη διαμόρφωση της φαρμακευτικής δαπάνης ανέρχεται μόλις στο 16%, αντιπροσωπεύοντας μια πολύ μικρή επιβάρυνση για το σύστημα.

Είναι προφανές λοιπόν, ότι η επικέντρωση στις τιμές των ελληνικών γενοσήμων είναι άδικη και λειτουργεί αποπροσανατολιστικά, όταν τα προηγούμενα χρόνια γίναμε μάρτυρες μιας προσπάθειας υποκατάστασης των επώνυμων γενοσήμων από ακριβά εισαγόμενα πρωτότυπα φάρμακα. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να δοθεί έμφαση στην αύξηση της διείσδυσής τους με συγκεκριμένες πολιτικές.

Μια πολιτική γενοσήμων θα πρέπει να στοχεύει στο να καταστεί συνειδητή η επιλογή των ελληνικών γενοσήμων, τόσο από τους επαγγελματίες υγείας, όσο κι από τους ασθενείς. Βασική προϋπόθεση για την αύξηση της διείσδυσης των γενοσήμων αποτελεί η δυνατότητα του γιατρού να προτείνει και εμπορική ονομασία για το γενόσημο, ενώ θα πρέπει να διασφαλιστεί ένα 10% μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους για τον φαρμακοποιό, όταν αυτός χορηγεί γενόσημο ή υποκαθιστά πρωτότυπο με γενόσημο.

Επιπλέον, εξίσου αναγκαία είναι και η ενημέρωση του Έλληνα ασθενή για την ποιότητα των ελληνικών φαρμάκων, ενώ θα πρέπει να διασφαλιστεί η  μειωμένη συμμετοχή του, όταν επιλέγει ελληνικό γενόσημο.

Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να τονίσω, ότι στο εξής η πολιτική για το φάρμακο θα πρέπει να εστιάσει στα διαρθρωτικά μέτρα ελέγχου συνταγογραφίας και της κατανάλωσης φαρμάκων, ενώ η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των ακριβών φαρμάκων που εισέρχονται στο σύστημα αποτελεί ζήτημα άμεσης  προτεραιότητας.

Οι φαρμακευτικές εταιρίες, εγχώριες και ξένες, έχετε κατ’ επανάληψη χαρακτηρίσει τον προϋπολογισμό για την Υγεία «μικρό». Ποιο επίπεδο θεωρείτε αποδεκτό, υπό τις σημερινές συνθήκες οικονομικής ασφυξίας;

Ως Ελληνική Φαρμακοβιομηχανία, ταχθήκαμε εξαρχής υπέρ της μείωσης της φαρμακευτικής δαπάνης, δεδομένων των δυσθεώρητων επιπέδων, στα οποία είχε εκτοξευθεί το 2009. Ωστόσο, δεν μπορούμε να μείνουμε αμέτοχοι απέναντι στη σοβαρή απειλή που εγείρεται για τη δημόσια υγεία από τον μνημονιακό στόχο για δημόσια φαρμακευτική δαπάνη στο 1% του ΑΕΠ.

Αυτή η λογιστική αντίληψη που υιοθετήθηκε γύρω από το συγκεκριμένο μέγεθος έχει οδηγήσει την Ελλάδα στη χαμηλότερη κατά κεφαλή δημόσια φαρμακευτική δαπάνη στην ΕΕ. Η εξέλιξη αυτή θέτει σε κίνδυνο την καθολική πρόσβαση στη φαρμακευτική περίθαλψη, ενώ ζημιώνει σημαντικά και τα δημόσια έσοδα, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Θεωρούμε, λοιπόν, αναγκαία την άμεση αποκατάσταση του προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ στα 2,4 δισ. ευρώ. Σε ο, τι αφορά στο ζήτημα των ανασφαλίστων πολιτών, θα πρέπει να διασφαλιστεί η δυνατότητα του κράτους να καλύπτει τις φαρμακευτικές τους ανάγκες με ειδική μέριμνα 350 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, ο προϋπολογισμός των  500 εκατ. ευρώ για τη νοσοκομειακή περίθαλψη αποδείχτηκε ανεπαρκής και γι’ αυτό τον λόγο επιβάλλεται να ανέλθει στα 800 εκατ. ευρώ.

Οι ελληνικές εταιρείες μπορείτε να καλύψετε τις φαρμακευτικές ανάγκες με τρόπο οικονομικά συμφέρων για το κράτος, ώστε να επιτευχθεί καθολική πρόσβαση στην φαρμακευτική περίθαλψη;

Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία έχει επανειλημμένα δεσμευτεί για τη δυνατότητά της να καλύψει χωρίς επιπλέον κόστος για το κράτος το 70% των φαρμακευτικών αναγκών της πρωτοβάθμιας περίθαλψης και το 50% της νοσοκομειακής, με ποιοτικά φάρμακα σε χαμηλές τιμές. Στο πλαίσιο αυτό, έχουμε δεσμευτεί για χαμηλότερες συμμετοχές στους ασθενείς και σημαντικές εξοικονομήσεις στα ταμεία.

Είναι ξεκάθαρο λοιπόν, ότι η Ελληνική Φαρμακοβιομηχανία δεν ζητά απλά την αύξηση του προϋπολογισμού, αλλά παρέχει ένα βιώσιμο και άμεσα υλοποιήσιμο πλαίσιο για την επίτευξη του στόχου.

Πως σχολιάζετε το «άνοιγμα» του υπουργού Υγείας στις ξένες φαρμακευτικές εταιρίες να επενδύσουν στη Ελλάδα; Εγκυμονεί κινδύνους συρρίκνωσης της ελληνικής επιχειρηματικότητας ή αποτελεί ευκαιρία για ενίσχυση του κλάδου;

Έχοντας θέσει ως βασικό στρατηγικό της στόχο την εξωστρέφεια και την ανάπτυξη συνεργασιών, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία αποδεικνύει έμπρακτα, ότι υποστηρίζει ένα τέτοιο άνοιγμα. Μέσω μεταφοράς τεχνογνωσίας, αλλά και ενδυνάμωσης του ερευνητικού και παραγωγικού μας δυναμικού, μια τέτοια προοπτική σαφώς και αποτελεί ευκαιρία ενίσχυσης του κλάδου.

Ωστόσο, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα ενοποιημένο και σταθερό πλαίσιο που να παρέχει ίσες ευκαιρίες για ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν έχουμε δει να συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Οι γιατροί μπορούν πλέον να συνταγογραφούν φάρμακα και με εμπορική ονομασία. Αυτό ευνοεί ή όχι το ελληνικό φάρμακο;

Η δυνατότητα του γιατρού να προτείνει εμπορική ονομασία για το σκεύασμα που συνταγογραφεί κινείται σίγουρα προς τη σωστή κατεύθυνση. Κι αυτό, γιατί αναδεικνύει την ταυτότητα κι ενισχύει την αξιοπιστία του ελληνικού φαρμάκου, ενώ ενθαρρύνει τη χρήση επώνυμων γενοσήμων φαρμάκων.

Τόσο η προηγούμενη, όσο και η παρούσα κυβέρνηση, έχουν ταχθεί υπέρ της προσέλκυσης κεφαλαίων μέσω εκπόνησης κλινικών μελετών στην Ελλάδα. Οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες πως μπορούν να συμβάλλουν σ’ αυτό;

Οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το θέμα των κλινικών μελετών και της εξειδικευμένης τεχνογνωσίας που συνεπάγεται η εκπόνησή τους από Έλληνες επιστήμονες. Ο κλάδος μας έχει σημαντική δραστηριότητα στις μελέτες βιοϊσοδυναμίας, αλλά και σε μια σειρά από συνοδές μελέτες που αφορούν στην ανάπτυξη καινοτομιών και νέων φαρμάκων.
Δυστυχώς, στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο απουσιάζει ένας μηχανισμός που να διασυνδέει τις γενναίες, πλην όμως σκόρπιες και αποσπασματικές προσπάθειες που καταβάλλονται. Ελλείψει ενός τέτοιου πλαισίου, πολλές ελληνικές εταιρείες αναγκάζονται να καταφεύγουν στο εξωτερικό για  να εκπονήσουν, για παράδειγμα, μια μελέτη βιοϊσοδυναμίας, καταβάλλοντας υψηλότατα ποσά.

Εν μέσω οικονομικής κρίσης, λοιπόν, είναι πραγματικά λυπηρό να χάνονται με τον τρόπο αυτό έσοδα για τη χώρα μας, τη στιγμή που δεν υπολειπόμαστε, ούτε σε επίπεδο ερευνητικών εργαστηρίων, ούτε σε επίπεδο υποδομών.

Είναι ξεκάθαρο λοιπόν, ότι είναι απαραίτητη η διαμόρφωση ενός πλαισίου, μέσω του οποίου να προκρίνονται προτεραιότητες και να εντοπίζονται σημεία υπεροχής. Με τον τρόπο αυτό θα επιτευχθεί ο στόχος για επενδύσεις στην έρευνα και τις καινοτομίες μικρής κλίμακας (incremental innovation), οι οποίες αποδίδουν πολλαπλάσια οφέλη για την ελληνική κοινωνία και τις επιχειρήσεις.

Πηγήhttp://news.in.gr/economy/article/?aid=1231406285