Άρθρο της Σ. Νέτα στο Big Fish (14.05.2017)

Τα τελευταία οκτώ χρόνια, η δραστική μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης στο πλαίσιο των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής είναι εντυπωσιακή: από €5,1 δισ. το 2009, η ονομαστική δαπάνη περιορίστηκε το 2016 σε €1,9 δισ. Ποτέ άλλοτε, σε κανένα σύστημα υγείας, δεν έχει επιτευχθεί αντίστοιχη μείωση σε τόσο σύντομο διάστημα.

Εκ πρώτης όψεως, η προσπάθεια περιστολής της δαπάνης φαίνεται να στέφεται από επιτυχία. Ήταν, άλλωστε, επιβεβλημένη δεδομένης της υπερβολικής αύξησής της έως το 2009. Ο τρόπος με τον οποίο αυτή επετεύχθη, όμως, εμφανίζει σήμερα σημαντικές παρενέργειες. Όπως τονίζουν εκπρόσωποι της Ελληνικής Φαρμακοβιομηχανίας, η έμφαση σε οριζόντια μέτρα, όπως η τιμολόγηση και η επιβολή υποχρεωτικών επιστροφών από τις εταιρείες, απειλούν τόσο την επάρκεια του συστήματος φαρμακευτικής περίθαλψης, όσο και τη βιωσιμότητα των φαρμακευτικών επιχειρήσεων.

Έπειτα από συνεχείς μειώσεις τιμών την τελευταία επταετία, δεν παράγονται πλέον βιώσιμες εξοικονομήσεις, λόγω αδυναμίας ουσιαστικού ελέγχου της συνταγογράφησης. Σε δύο μόλις έτη, μεταξύ 2014 – 2016, ο αριθμός των συνταγών που εκδόθηκαν αυξήθηκε κατά 16,5%. Παράλληλα, η συνταγογράφηση μετατοπίστηκε προς νεότερες και ακριβότερες θεραπείες, οι οποίες δεν είναι απαραίτητα και περισσότερο αποτελεσματικές. Αν και η πίεση που ασκούν τα νέα, ακριβά φάρμακα στους προϋπολογισμούς των συστημάτων υγείας δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, η Ελλάδα παραμένει η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν διαθέτει φορέα αξιολόγησης των νέων ακριβών θεραπειών με όρους κόστους και οφέλους.

Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ότι, ενώ η ονομαστική δαπάνη έχει μειωθεί, η πραγματική δαπάνη, δηλαδή η αξία των φαρμάκων που καταναλώνονται, αυξάνεται επιβαρύνοντας τις φαρμακευτικές εταιρείες. Δεδομένου ότι στον ΕΟΠΥΥ υπάρχει ένας κλειστός προϋπολογισμός από το 2012, ό,τι δαπανάται υπερβαίνοντας αυτόν τον προϋπολογισμό επιστρέφεται στο δημόσιο από το σύνολο των φαρμακευτικών εταιρειών, μέσω του λεγόμενου clawback. Οι αποκλίσεις αυξάνονται συνεχώς: είναι χαρακτηριστικό ότι το clawback το 2012 ήταν €79 εκατ., ενώ το 2016 έφτασε κοντά στα €450 εκατ.

Οι ελληνικές εταιρείες, οι οποίες παράγουν την πλειοψηφία των γενόσημων σκευασμάτων της ελληνικής αγοράς, επισημαίνουν ότι καλούνται να πληρώσουν ένα οριζόντιο, ισοπεδωτικό «πρόστιμο» για υπερβάσεις στη φαρμακευτική δαπάνη, για τις οποίες δεν ευθύνονται. Τονίζουν, παράλληλα, ότι σε όσες χώρες έχει εφαρμοστεί προσωρινό σύστημα clawback, τα γενόσημα απαλλασσόταν της υποχρέωσης. Ο λόγος είναι ότι αποτελούν τις οικονομικότερες θεραπείες και, κατά συνέπεια, η χρήση τους δεν οδηγεί σε αύξηση της δαπάνης.

Στο ασφυκτικό αυτό πλαίσιο, η Κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να μειώσει το clawback κατά 30% το 2017 και επιπλέον κατά 15% το 2018. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, επεξεργάζεται ένα νέο σύστημα αυξημένου rebate, δηλαδή υποχρεωτικών κλιμακωτών εκπτώσεων από τις εταιρείες, προκειμένου να οδηγήσει τη δαπάνη σε χαμηλότερα επίπεδα. Η Ελληνική Φαρμακοβιομηχανία επισημαίνει πως η κίνηση αυτή θα οδηγήσει σε νέες επιβαρύνσεις, οι οποίες θα καταστήσουν ασύμφορη την κυκλοφορία πρωτίστως των οικονομικών ελληνικών φαρμάκων που έχουν ήδη δεχθεί σημαντικές μειώσεις στις τιμές τους. Και αυτό, τη στιγμή που η παραμονή των οικονομικών φαρμάκων στην αγορά και εντός του συστήματος φαρμακευτικής περίθαλψης κρίνεται απαραίτητη, λόγω της δυνατότητάς τους να παράγουν εξοικονομήσεις.

Όπως έχουν διαμορφωθεί, οι κανόνες τιμολόγησης λειτουργούν πλέον όχι ως μηχανισμός ελέγχου του κόστους, αλλά ως σύστημα παραγωγής στρεβλώσεων. Σύμφωνα με τους Έλληνες παραγωγούς, οι αντιφάσεις αυτές θα καταλήξουν σε παύση παραγωγής πολλών ελληνικών φαρμάκων και θα οδηγήσουν στην υποκατάστασή τους από εισαγωγές αντίστοιχων, αλλά ακριβότερων, σκευασμάτων, επιβαρύνοντας περαιτέρω το σύστημα δημόσιας ασφάλισης.

Οι φορείς του φαρμάκου είναι κατηγορηματικοί: η τιμολόγηση είναι ένα ατελέσφορο εργαλείο από μόνη της, αν δεν συνδυάζεται με πρακτικές έλεγχου της συνταγογράφησης και μείωσης της αναίτιας υποκατάστασης των αποτελεσματικών θεραπειών από ακριβότερα φάρμακα. Μόνο με την εφαρμογή διαρθρωτικών αλλαγών και αποτελεσματικών ελέγχων είναι εφικτό να διαμορφωθεί ένα σταθερό, ρεαλιστικό πλαίσιο φαρμακευτικής πολιτικής που θα διασφαλίζει την πρόσβαση κάθε ασθενή στην απαραίτητη για αυτόν θεραπεία.