Η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω της πανδημίας οδήγησε σε ύφεση που το 2020 ξεπέρασε το 8%, όμως όλες οι προβλέψεις συγκλίνουν στο σενάριο της ταχείας επιστροφής σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ήδη το 2021 η οικονομία καταγράφει ρυθμό ανάπτυξης κοντά στο 8%, ενώ ανάλογα υψηλός αναμένεται ο ρυθμός ανάπτυξης και για την περίοδο 2022 – 2023.
Η προσέλκυση επενδύσεων έπειτα από μια μακρά περίοδο στασιμότητας και η αξιοποίηση των χρηματοδοτικών ευκαιριών του Ταμείου Ανάκαμψης από τη χώρα μας μπορούν να θέσουν τις βάσεις για την αλλαγή σελίδας στην οικονομία επιτυγχάνοντας σταθερούς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
Θα πρέπει εντούτοις να τονιστεί ότι η αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης προϋποθέτει τη διαμόρφωση ενός συνεκτικού αναπτυξιακού χάρτη που θα εστιάζει στους κλάδους της οικονομίας που χαρακτηρίζονται από επενδυτική δυναμική και εξωστρέφεια, οι οποίοι δημιουργούν προστιθέμενη αξία μέσω της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων ανταγωνιστικών προϊόντων.
Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία αποτελεί έναν κατεξοχήν τέτοιο κλάδο : Οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες εξάγουν ποιοτικά φάρμακα σε περισσότερες από 140 χώρες, ενώ παράλληλα υλοποιούν ένα σημαντικό πρόγραμμα επενδύσεων ύψους 1,2 δισ. ευρώ σε βάθος τετραετίας για την αναβάθμιση των υφισταμένων και τη δημιουργία νέων παραγωγικών και ερευνητικών υποδομών. Οι επενδύσεις αυτές θωρακίζουν το σύστημα υγείας και φαρμακευτικής φροντίδας, διασφαλίζοντας την επάρκεια της αγοράς και την πρόσβαση των ασθενών σε κάθε αναγκαία θεραπεία χαλαρώνοντας την εξάρτηση από τις εισαγωγές, ενώ παράλληλα θα οδηγήσουν στην ανάδειξη της χώρας μας σε κόμβο για την έρευνα και παραγωγή φαρμάκων στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης.
Επίσης σημαντική είναι η πολλαπλασιαστική επίδραση των επενδύσεων της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας στην οικονομία, μέσω της δημιουργίας προστιθέμενης αξίας που μένει και επανεπενδύεται στην χώρα: Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, η ανταποδοτικότητα των επενδύσεων του κλάδου για το ΑΕΠ μπορεί να φθάσει ακόμη και στο 130% της επενδυτικής δαπάνης, η ετήσια αύξηση των εσόδων του δημοσίου δύναται να φθάσει έως το 38% του επενδυόμενου ποσού, ενώ ανάλογη είναι και ενίσχυση της απασχόλησης με μόνιμες, εξειδικευμένες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Ωστόσο, η ολοκλήρωση των επενδύσεων αυτών προϋποθέτει καταρχήν τον εξορθολογισμό των υπερβολικών άμεσων και έμμεσων επιβαρύνσεων που φθάνουν σήμερα το 70% του κύκλου εργασιών του κλάδου, στερώντας πολύτιμους πόρους που σε άλλη περίπτωση θα κατευθύνονταν σε αναπτυξιακές δράσεις. Η δραματική αυτή υπερφορολόγηση, υπονομεύει τον επενδυτικό προγραμματισμό και πλήττει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών.
Στο πλαίσιο αυτό, το πρόσφατο μέτρο που παρέχει τη δυνατότητα συμψηφισμού -έστω ενός μικρού μέρους των επιβαρύνσεων (του clawback) με τις επενδύσεις των φαρμακοβιομηχανιών, αναγνωρίστηκε ως ένα θετικό βήμα καθώς οδήγησε στην προσέλκυση επενδύσεων πολλαπλάσιας αξίας από ελληνικές και ξένες φαρμακοβιομηχανίες. Ωστόσο, το μέτρο αυτό θα πρέπει να ενισχυθεί με μεγαλύτερα ποσά και να εφαρμοστεί σε βάθος τουλάχιστον πενταετίας, δεδομένου του μεγάλου ύψους των επενδύσεων αλλά και του χρόνου που απαιτείται για την υλοποίηση τους.
Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία, όπως και η εθνική οικονομία στο σύνολό της, βρίσκονται μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Το Ταμείο Ανάκαμψης και η υιοθέτηση μιας φιλοεπενδυτικής πολιτικής μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές επενδύσεις που θα αλλάξουν τη φυσιογνωμία του συστήματος υγείας. Παράλληλα, δίνεται η δυνατότητα στην χώρα να ευθυγραμμιστεί με τις κατευθύνσεις της νέας ευρωπαϊκής φαρμακευτικής πολιτικής για την ενίσχυση της παραγωγής φαρμάκων επί ευρωπαϊκού εδάφους και την παροχή κινήτρων για την προώθηση της βιοϊατρικής έρευνας. Η πολιτική αυτή θα πρέπει να οργανωθεί στο πλαίσιο ενός νέου στρατηγικού σχεδιασμού που θα περιλαμβάνει στοιχεία όχι μόνο φαρμακευτικής, αλλά και ερευνητικής, και φορολογικής πολιτικής που θα επιτρέψουν στην ελληνική φαρμακοβιομηχανία να πραγματώσει τις αξιόλογες αναπτυξιακές της προοπτικές προς όφελος των ασθενών, της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.