Η ζοφερή οικονομική κατάσταση, η έλλειψη ρευστότητας, τα μέτρα εξοντωτικής λιτότητας και η ανυπαρξία αναπτυξιακής προοπτικής έχουν οδηγήσει τα τελευταία τρία χρόνια στην αποσταθεροποίηση όλων των κλάδων της οικονομικής ζωής του τόπου.

Εντούτοις, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία –και η φαρμακευτική αγορά– δοκιμάζονται επιπλέον λόγω της μακρόχρονης έλλειψης σταθερού πλαισίου φαρμακευτικής πολιτικής. Η περιπέτεια του Μνημονίου και η επιβολή ολοένα και πιο ασφυκτικών στόχων για τη φαρμακευτική δαπάνη απειλούν τη συνοχή της εφοδιαστικής αλυσίδας και οδηγούν το σύστημα φαρμακευτικής περίθαλψης σε αδιέξοδο, την υγιή επιχειρηματικότητα σε απαξίωση και τον Έλληνα ασθενή σε απόγνωση. Παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις της πολιτικής ηγεσίας περί υιοθέτησης μέτρων με στόχο την αποκατάσταση της λειτουργίας της αγοράς, η αυθαίρετη στοχοθεσία χωρίς γνώση των ορίων και δυνατοτήτων της αγοράς και της κοινωνίας, οι ανεπάρκειες του διοικητικού μηχανισμού που καλείται να εφαρμόσει το αδύνατο και η υποχρηματοδότηση του ΕΟΠΠΥ και των νοσοκομείων υπενθυμίζουν την κυριαρχία της πραγματικότητας της αγοράς έναντι των θεωρητικών ασκήσεων επί χάρτου και την αναπόφευκτη υποταγή του επιθυμητού στο εφικτό, ανεξάρτητα από την βούληση και τις προθέσεις των ιθυνόντων στο χώρο του φαρμάκου.

Η πρωτοφανής περιοριστική πολιτική με μόνο σκοπό την εξυπηρέτηση των μνημονιακών στόχων έχει μέχρι τώρα δείξει υπερβάλλοντα ζήλο σε ό,τι αφορά τις παρεμβάσεις στο χώρο του φαρμάκου. Η μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης από το 2009 μέχρι σήμερα ξεπερνά το ύψος των 2,5 δισ. €, γεγονός που καθιστά σαφή τη σημαντική συμμετοχή του φαρμακευτικού χώρου στον εξορθολογισμό των δαπανών υγείας. Η δε συμβολή των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών στην μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης είναι δυσανάλογη της συμμετοχής τους στη διαμόρφωση του τελικού κόστους και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να ξεπεράσει το όριο της επιχειρηματικής επιβίωσης.

Σήμερα, δύο και πλέον χρόνια μετά το πρώτο Μνημόνιο, η φαρμακευτική αγορά εμφανίζει εικόνα χάους: Η έλλειψη ρευστότητας έχει αναδειχθεί σε πρωταρχικό πρόβλημα ιδιαίτερα για την εγχώρια φαρμακοβιομηχανία που εκ των πραγμάτων δεν διαθέτει το χρηματοοικονομικό βάθος των πολυεθνικών φαρμακοβιομηχανιών. Τους τελευταίους 20 μήνες τα χρέη του ΕΟΠΥΥ προς το σύνολο των φαρμακευτικών επιχειρήσεων ξεπερνούν τα 720 εκ. €, ενώ το συνολικό χρέος του δημόσιου τομέα προς τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις ανέρχεται στο δυσθεώρητο ποσό των 1,8 δισ €. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι ελληνικές φαρμακευτικές επιχειρήσεις, ουσιαστικά, δεν έχουν πληρωθεί σε ρευστό από το 2006, υποκείμενες στο κούρεμα κατά 70% των ομολόγων για τα χρέη των νοσοκομείων των ετών 2007-2009. Ενόσω λοιπόν τo Δημόσιο εφαρμόζει στην πράξη στάση πληρωμών, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία υποχρεώνεται να επιχειρεί βασισμένη σε ίδια κεφάλαια και σε πανάκριβο/δυσεύρετο τραπεζικό δανεισμό. Πράγματι, ο τραπεζικός δανεισμός προς τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες έχει στερέψει όχι μόνο λόγω του γενικότερου κλίματος αλλά ειδικότερα, ως αποτέλεσμα της ασφυκτικής πιστωτικής πολιτικής των τραπεζών που ζητούν περαιτέρω εξασφαλίσεις προκειμένου να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση. Η αρνητική αυτή εικόνα συμπληρώνεται από το γεγονός του κουρέματος των ομολόγων που οι φαρμακοβιομηχανίες υποχρεώθηκαν να λάβουν έναντι παλαιότερων χρεών των νοσοκομείων, κούρεμα που σύμφωνα με εκτιμήσεις φόρτωσε τη φαρμακοβιομηχανία στο σύνολό της με ζημίες που ξεπερνούν το 1 δισ €.

Σε πείσμα της λογικής, αντί της υιοθέτησης μέτρων με στόχο την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς, οι ιθύνοντες φαίνεται να εμμένουν σε μέτρα αντιαναπτυξιακού χαρακτήρα με αμφίβολο οικονομικό αποτέλεσμα: η συνταγογράφηση με βάση τη δραστική ή οι απανωτές μειώσεις τιμών, ειδικά των εγχωρίως παραγομένων φαρμάκων, αποτελούν δύο κραυγαλέα παραδείγματα. Παράλληλα, σε εφαρμογή βρίσκονται μια σειρά εξοντωτικών rebate καθώς και το εφεύρημα του μηχανισμού των αυτόματων επιστροφών, γνωστού και ως clawback.

Οι γνωρίζοντες μιλούν πλέον ανοικτά για ένα μη βιώσιμο μοντέλο φαρμακευτικής αγοράς που υποχρεώνει τις φαρμακοβιομηχανίες, εγχώριες και πολυεθνικές, να υπηρετήσουν έναν στόχο για τη δαπάνη που τέθηκε αυθαίρετα, χωρίς τον συνυπολογισμό των πολλών και διαφορετικών παραμέτρων που επηρεάζουν τον ευαίσθητο χώρο του φαρμάκου.

Η πραγματικότητα αυτή υποχρεώνει τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες σε αναδίπλωση. Κύκλοι του υπουργείου Υγείας και παράγοντες της φαρμακευτικής αγοράς παραδέχονται τη δραματική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η εγχώρια φαρμακοβιομηχανία, ένας από τους πλέον υποσχόμενους παραγωγικούς κλάδους της χώρας. Παράλληλα, επιφυλάξεις εκφράζονται για το μέλλον και την παρουσία στην αγορά αρκετών ελληνικών –και όχι μόνο– φαρμακοβιομηχανιών, δεδομένου ότι το μοντέλο της φαρμακευτικής αγοράς που προσπαθούν να επιβάλλουν οι «σχεδιασμοί» του υπουργείου Υγείας και της Τρόικας δεν αφήνει περιθώριο ανάπτυξης υγιούς επιχειρηματικότητας.

Η χρόνια απουσία φαρμακευτικής πολιτικής έχει οδηγήσει στη μετατροπή της φαρμακοβιομηχανίας σε έναν από τους μεγαλύτερους πιστωτές του κράτους, ενώ τώρα  απειλεί με εξαφάνιση έναν θύλακα ανάπτυξης με μοναδική δυναμική. Υπό το πρίσμα αυτό, οι επίμονα εξαγγελθείσες προθέσεις της Πολιτείας για εξασφάλιση του διπλού στόχου της ανάπτυξης και του ομαλού εφοδιασμού της αγοράς ηχούν ως απλή κακοφωνία.