Τρία ολόκληρα χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, η οικονομία της χώρας επιδεινώνεται και η παραγωγική δυναμική της συρρικνώνεται επικίνδυνα. Σε μια προσπάθεια να ανατραπεί αυτή η πορεία προς την καταστροφή, η Τρόικα εισηγείται μια σειρά από παρεμβάσεις με κύριο στόχο –τουλάχιστον σε επίπεδο διακηρύξεων– την αναστολή της οικονομικής υποβάθμισης και την επαναφορά της χώρας σε αναπτυξιακή τροχιά. Κατά συνέπεια, θα περίμενε κανείς την προώθηση σε πρώτο χρόνο, πολιτικών φιλικών προς τους λιγοστούς εναπομείναντες παραγωγικούς θύλακες της χώρας. Δυστυχώς, οι ελπίδες διαψεύστηκαν με βίαιο και αποκαρδιωτικό τρόπο.

Στο πλαίσιο της γενικής οικονομικής καχεξίας και της υποχρηματοδότησης στο χώρο της Υγείας, οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες βρέθηκαν αντιμέτωπες με επιπλέον ασφυκτικές οικονομικές πιέσεις: την υποχρεωτική χορήγηση ομολόγων έναντι παλαιών χρεών νοσοκομείων τα οποία εν συνεχεία κουρεύτηκαν κατά 70%, την άτυπη στάση πληρωμών εκ μέρους του Δημοσίου που οδηγεί σε συσσώρευση νέων χρεών, την εντεινόμενα περιοριστική πιστωτική πολιτική των τραπεζών. Παρ’ όλα αυτά, η εγχώριες φαρμακοβιομηχανίες συνεχίζουν βασισμένες σε μια αξιοζήλευτη εξαγωγική δυναμική, η οποία έχει φέρει το ελληνικό επώνυμο φάρμακο στις αγορές περίπου 80 χωρών στον κόσμο (στη Δ.Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τον Καναδά, μεταξύ άλλων). Η δυναμική αυτή επιβεβαιώνει την ποιοτική στροφή της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας σε εξωστρεφείς δραστηριότητες: έξι (6) νέες παραγωγικές μονάδες με εξαγωγικό προσανατολισμό, συμμετοχή σε τουλάχιστον 85 εν εξελίξει ερευνητικά προγράμματα και μια σειρά από επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη που έχουν οδηγήσει μέχρι σήμερα στην κατοχύρωση 90 ευρεσιτεχνιών.

Ωστόσο, σήμερα οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες υποχρεώνονται σε αναδίπλωση, αντιμέτωπες με μια σειρά ατελέσφορων μέτρων, με απόλυτα αντιαναπτυξιακό χαρακτήρα, τα οποία απειλούν την βιωσιμότητά τους. Με πρόσχημα τον εξορθολογισμό της φαρμακευτικής δαπάνης (στην πραγματικότητα πρόκειται για βίαιη ανακατανομή των μεριδίων σε μια οπωσδήποτε μικρότερη πίτα), χωρίς σχεδιασμό, χωρίς την αξιοποίηση της εμπειρίας άλλων χωρών με συναφή κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά και παρά τα αντίθετα τεκμηριωμένα επιχειρήματα, η Τρόικα αποφάσισε –εμμένοντας λυσσαλέα– την εφαρμογή του μέτρου της συνταγογράφησης με βάση τη δραστική, μέτρου που ουσιαστικά οδηγεί στην θυσία της ελληνικής παραγωγής φαρμάκων προς όφελος αλλότριων συμφερόντων.

Η εμμονή της Τρόικα στο συγκεκριμένο μέτρο είναι τουλάχιστον περίεργη ακόμη και για τον πλέον καλοπροαίρετο παρατηρητή, δεδομένου ότι:

  • Μια σειρά από μέτρα που ήδη έχουν ληφθεί και γίνει αποδεκτά εξασφαλίζουν το στόχο του εξορθολογισμού της φαρμακευτικής δαπάνης: Με το μέτρο της αποζημίωσης με βάση τη φθηνότερη δραστική, ο ΕΟΠΥΥ αποζημιώνει βάσει της τιμής αναφοράς κάθε φαρμακευτικού σκευάσματος και δίνει τη δυνατότητα επιλογής ακριβότερου φαρμάκου εφόσον ο ασθενής και ο γιατρός του προχωρήσουν σε μια τέτοια επιλογή.
  • Το μέτρο της συνταγογράφησης με βάση τη δραστική δεν εφαρμόζεται στις 24 από τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συγκεκριμένη επιλογή της πολιτικής φαρμάκου, τη στιγμή που είναι γνωστά μια σειρά από σοβαρά προβλήματα που σχετίζονται με την εφαρμογή του εν λόγω μέτρου, συνιστά τουλάχιστον εγκληματική αμέλεια. Στην Αγγλία, λόγου χάρη, παρά την ύπαρξη προηγμένων ελεγκτικών μηχανισμών, αναφέρονται υψηλά ποσοστά θνησιμότητας λόγω φαρμακευτικής αγωγής συνεπεία της εφαρμογής του μέτρου της συνταγογράφησης με δραστική. Στις ΗΠΑ, η εισαγωγή φαρμάκων χαμηλής ποιότητας ευθύνεται για θανάτους πολιτών και για ελλείψεις «σωτήριων» φαρμάκων σε αμερικανικά νοσοκομεία. Στην Ιταλία, απαγορεύτηκε με δικαστική απόφαση η συνταγογράφηση φαρμάκων βάσει της δραστικής, με την αιτιολογία ότι το δικαίωμα επιλογής της φαρμακευτικής θεραπείας ανήκει αποκλειστικά στον γιατρό και όχι τον φαρμακοποιό.
  • Το σύνολο της ιατρικής κοινότητας τοποθετείται εναντίον της εφαρμογής του μέτρου. Εύλογη τοποθέτηση, δεδομένου ότι λαμβάνει υπόψη τα τεράστια προβλήματα που θα προκύψουν για μεταμοσχευμένους, διαβητικούς, υπερτασικούς, καθώς επίσης και ασθενείς με ψυχιατρικές και νευρολογικές νόσους. Η απορρύθμιση των ασθενών της κατηγορίας αυτής θα αυξήσει περαιτέρω τις εισαγωγές στα νοσοκομεία και συνεπώς, τις σχετικές δαπάνες.  Επιπλέον, η κοινοβουλευτική σύμπνοια κατά του μέτρου της συνταγογράφησης με δραστική είναι εντυπωσιακή για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα: πολιτική ηγεσία, συμπολίτευση και αντιπολίτευση στηρίζουν την εγχώρια παραγωγή φαρμάκων ως ένα από τα θεμέλια που διασφαλίζουν τη Δημόσια Υγεία και δίνουν αναπτυξιακή διέξοδο σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή.

Όλοι όσοι αντιμετωπίζουν το χώρο του φάρμακου αποκλειστικά με όρους δαπάνης και παραβλέπουν την αναπτυξιακή διάσταση της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας, στην ουσία προλειαίνουν το έδαφος για την άλωση της εγχώριας αγοράς από μεγαλοεισαγωγείς με όχημα τον εξευτελισμό των τιμών.  Η αντιπαραβολή των σοβαρών ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών με δομή και διακριτά τμήματα ανάπτυξης, παραγωγής, πωλήσεων και φαρμακοεπαγρύπνησης με εταιρείες-φαντάσματα για τις οποίες ο έλεγχος της παραγωγής και της διάθεσης είναι πολύ δύσκολος εάν όχι αδύνατος, είναι αποκαλυπτική. Η κοντόφθαλμη θεώρηση του φαρμάκου ως κοινού προϊόντος παραβλέπει τις ιδιαιτερότητές του, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερη σημασία έχει η ανάγκη υπαγωγής του σε τακτικούς και ad hoc ελέγχους, σε όλα τα στάδια της διακίνησής του. Οι μεγαλοεισαγωγείς που εισάγουν αμφιβόλου ποιότητας και αποτελεσματικότητας γενόσημα που παράγονται σε τρίτες χώρες με μισθούς της τάξης των 150 ευρώ μηνιαίως και με παντελή απουσία επενδύσεων στη χώρα μας, είναι έτοιμοι να δημιουργήσουν ολιγοπωλιακές συνθήκες στην ελληνική αγορά. Εκμεταλλευόμενοι την τεράστια ρευστότητά τους σε συνδυασμό με την εφαρμογή της πολιτικής των χαμηλών τιμών και της προτίμησης του φθηνότερου δεν αφήνουν κανένα περιθώριο στην ελληνική φαρμακοβιομηχανία, η οποία, κάτω από το βάρος των τεράστιων λειτουργικών και επενδυτικών της εξόδων, αλλά και του σημαντικού κόστους λόγω της πιστής εφαρμογής των αυστηρών ευρωπαϊκών προτύπων, αδυνατεί να τους ανταγωνιστεί.  Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν πλήττει μόνο τις ίδιες τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες αλλά και γενικότερα την ελληνική οικονομία, γεγονός που φαίνεται από τις απώλειες τόσο σε θέσεις εργασίας όσο και σε ασφαλιστικές και φορολογικές εισφορές.

Η Τρόικα εισηγήθηκε και πέτυχε την εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου παρουσιάζοντας ως μέτρο της επιτυχίας του την πιθανή εξοικονόμηση 150 εκατ. ευρώ το χρόνο. Ο ισχυρισμός αυτός μόνο ως ειρωνεία μπορεί να σταθεί δίπλα στο 1 δισ. ευρώ, ποσό που αφορά τη συνεισφορά της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας στην οικονομία ως εργοδοτικές εισφορές, απόδοση φόρων, επενδύσεις και εξαγωγές.

Η κίνηση αυτή της Τρόικα μόνο ως επίθεση μπορεί να χαρακτηριστεί: Μια επίθεση άνευ λόγου και προηγουμένου σε έναν αναπτυξιακό κλάδο που έχει προχωρήσει σε 300 εκατ. ευρώ επενδύσεις τα τελευταία 5 χρόνια, που απασχολεί 8.500 άμεσα και 25.000 έμμεσα εργαζόμενους σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε συναφείς με αυτόν κλάδους και που χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους έξι πρωτεύοντες αναδυόμενους αστέρες που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας την επόμενη δεκαετία. Με άλλα λόγια, ένας κλάδος που όχι μόνο μπορεί να εγγυηθεί την ανάπτυξη, αλλά διαθέτει την αποδεδειγμένη τεχνογνωσία και το δυναμικό για να την εξασφαλίσει.