Τα τελευταία χρόνια, η  Ελλάδα υφίσταται τις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η οποία ενέσκηψε στη χώρα μας με πρωτόγνωρη ένταση. Τα χρόνια προβλήματα της χώρας υπαγόρευσαν την επιβολή συχνά βίαιων αλλαγών στο πεδίο της οικονομίας με σημαντικό αντίκτυπο και στην κοινωνία. Μεταξύ αυτών, η μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης της κοινωνικής ασφάλισης υπήρξε ένας από τους πλέον προβεβλημένους στόχους στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας. Για την ακρίβεια, πρόκειται για μια σειρά ετήσιων στόχων που μέχρι σήμερα έχουν επιτευχθεί, ένα αποτέλεσμα που τυγχάνει ενθουσιώδους υποδοχής από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα τεχνικά κλιμάκια που παρακολουθούν την εφαρμογή του Μνημονίου. Η αντίδραση αυτή είναι απολύτως δικαιολογημένη, εάν αναλογιστεί κανείς ότι η εν λόγω μείωση είναι η μεγαλύτερη που πέτυχε ποτέ η χώρα: αρκεί να σημειωθεί ότι το 2012 η δαπάνη συρρικνώθηκε στα 2,8 δισ. ευρώ, από 5,09 δισ.ευρώ που ήταν το 2009. Όλα δείχνουν ότι και φέτος η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη θα κινηθεί στα επίπεδα που ορίζουν οι δεσμεύσεις της χώρας προς τους δανειστές της, ήτοι στα 2,4 δισ. ευρώ (200 εκατ. ευρώ μηνιαίας δαπάνης).  Αυτό τουλάχιστον φανερώνουν τα στοιχεία που αφορούν στους πρώτους δύο μήνες τους τρέχοντος έτους.

Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία συνέβαλε αποφασιστικά στην επιθυμητή εξοικονόμηση, καταβάλλοντας απανωτά rebates και clawback και αντιμετωπίζοντας μια άνευ προηγουμένου μείωση των τιμών των φαρμάκων, που μόνο το 2012 ήταν της τάξης του 15,4%. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το πρόβλημα της ρευστότητας που επιδεινώθηκε δραματικά τόσο από το κούρεμα των ομολόγων που δόθηκαν τις εταιρείες έναντι των χρεών των νοσοκομείων όσο και από την αδυναμία του Δημοσίου για έγκαιρες πληρωμές των προμηθευτών, δημιουργούν ένα εξαιρετικά πιεστικό πλαίσιο -ιδιαίτερα για τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες που καλούνται πλέον να επιβιώσουν και να διεκδικήσουν μερίδια σε μια διαρκώς συρρικνούμενη αγορά.

Όμως, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η εγχώρια παραγωγή φαρμάκων βρίσκεται πλέον σε οριακό σημείο και ότι οποιαδήποτε περαιτέρω επιβάρυνση της θα έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες στη βιωσιμότητα ενός πολύ σημαντικού κλάδου της εθνικής οικονομίας.  Η αναλυτική αποτύπωση της προστιθέμενης αξίας και των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας, ολοκληρώθηκε πρόσφατα σε μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) από την οποία προκύπτουν κάποια εντυπωσιακά ευρήματα :

  • Σύμφωνα με τη μελέτη, η συμβολή του κλάδου στο ΑΕΠ της χώρας υπολογίζεται στα 2,8 δισ.ευρώ, ενώ για κάθε 1.000 ευρώ που δαπανώνται για την αγορά εγχωρίως παραγόμενων φαρμάκων, το ΑΕΠ της χώρας ενισχύεται κατά 3.420 ευρώ. Η μελέτη υπογραμμίζει την ηγετική θέση της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας στον κλάδο της μεταποίησης: κατά την δεκαετία 2000-2010 παρουσίασε την υψηλότερη μέση ετήσια αύξηση σε όρους Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας σε σχέση με τους υπόλοιπους εγχώριους μεταποιητικούς κλάδους, ενώ η αύξηση αυτή υπήρξε η μεγαλύτερη στις χώρες-μέλη της ΕΕ για το ίδιο χρονικό διάστημα.
  • Η εξαγωγική δραστηριότητα του κλάδου είναι εξίσου εντυπωσιακή. Τα τελευταία 4 χρόνια έχουν δημιουργηθεί έξι νέες παραγωγικές μονάδες με εξαγωγικό προσανατολισμό ανεβάζοντας το δυναμικό της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας στις 21 παραγωγικές εγκαταστάσεις.  Εξέλιξη απολύτως λογική εάν λάβουμε υπόψη την εξαγωγική παρουσία της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας σε περισσότερες από 60 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των χωρών της Δυτ. Ευρώπης, των ΗΠΑ, του Καναδά, της Αυστραλίας, κ.ά. Η μελέτη ΙΟΒΕ ανέδειξε την έκταση και τη σημασία της εν λόγω δραστηριότητας υπογραμμίζοντας ότι οι εξαγωγές των ελληνικών φαρμακευτικών προϊόντων κατέχουν το 4ο μερίδιο στο σύνολο των εξαγωγών της ελληνικής μεταποίησης. Η γενικότερησυμβολή του κλάδου στην οικονομία μέσω της εξισορρόπησης του σταθερά ελλειμματικού εμπορικού ισοζυγίου δεν μπορεί παρά να μεταφέρει τη συζήτηση στο αίτημα της πολυπόθητης ανάπτυξης. Τα ευρήματα της μελέτης ΙΟΒΕ αναδεικνύουν ως κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας την ανταγωνιστικότητα, την εξωστρέφεια και την καινοτομία και επιβεβαιώνουν για μια ακόμη φορά τον δυναμισμό της, στον αντίποδα εκτιμήσεων που τοποθετούν την ύφεση για το τρέχον έτος περίπου στο 4,5%.
  • Με αφορμή την τελευταία διαπίστωση είναι σημαντικό να θυμίσουμε τις επενδυτικές πρωτοβουλίες των ελληνικών φαρμακευτικών επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν να επιδείξουν, όσον αφορά τα τελευταία τρία χρόνια, επενδύσεις συνολικού ύψους 300 εκατ. ευρώ. Έτσι, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία απασχολεί επιστήμονες υψηλής εξειδίκευσης με μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο, οι οποίοι συγκροτούν ένα ανταγωνιστικό και συνεχώς ανανεούμενο απόθεμα τεχνογνωσίας. Δεν αποτελεί, συνεπώς, τυχαίο γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν κατοχυρώσει περισσότερα από 90 πατέντα και συμμετέχουν σε τουλάχιστον 85 ερευνητικά προγράμματα με πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Ας προσθέσουμε μάλιστα ότι λόγω της λήξης μίας σειράς πατέντων πρωτότυπων φαρμάκων με μεγάλες πωλήσεις, εκτιμάται ότι τα οφέλη για την αγορά των γενοσήμων, τα επόμενα χρόνια θα μπορούσαν να είναι πολύ σημαντικά, διευρύνοντας την εγχώρια αγορά τουλάχιστον κατά 200 εκατ. €. Πρόκειται για γεγονός με πολύ σημαντικές θετικές εξωτερικότητες. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία μπορεί πράγματι τα επόμενα χρόνια να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης για τη χώρα, μέσω της δημιουργίας νέων φαρμακοτεχνικών μορφών, της έρευνας για το συνδυασμό φαρμάκων, της ανάπτυξης νέων ή τροποποιημένων συστημάτων χορήγησης, της διερεύνησης νέων ενδείξεων και της γεωγραφικής της επέκτασης και διείσδυσης σε νέες αγορές.
  • Οι εν λόγω επενδυτικές δράσεις δεν διεύρυναν απλώς τον αναπτυξιακό ορίζοντα των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών, αλλά πρόσθεσαν 1.200 νέες θέσεις εργασίας. Έτσι, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία διατηρεί πάνω από το 50% της απασχόλησης, ενώ εάν επικαλεστούμε για μια ακόμη φορά τα στοιχεία της μελέτης ΙΟΒΕ θα διαπιστώσουμε ότι η άμεση απασχόληση στον κλάδο εκτιμάται στις 10.800 θέσεις εργασίας. Επιπλέον 13.400 θέσεις εργασίας υποστηρίζονται σε συναφείς κλάδους οι οποίοι σχετίζονται με την παραγωγή φαρμακευτικών προϊόντων, ενώ άλλες 29.000 θέσεις εργασίας είναι αποτέλεσμα της καταναλωτικής δαπάνης από τους καταβαλλόμενους μισθούς (προκαλούμενη επίδραση). Στο σημείο αυτό, μοιάζει περιττό να θυμίσουμε τη ζωτικής σημασίας συμβολή του κλάδου όσον αφορά τις ασφαλιστικές και φορολογικές εισφορές.

Τα παραπάνω στοιχεία δεν είναι δυνατό να αγνοούνται, ειδικά από εκείνους που θεωρούν  ότι έπειτα από έξι χρόνια ύφεσης, είναι απολύτως αναγκαίο επιτέλους να ενεργοποιηθούν εκείνες οι  δυνάμεις της οικονομικής ζωής οι οποίες θα στηρίξουν την υπόθεση της Ανάπτυξης. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία επιμένει να παράγει εντός ενός περιβάλλοντος αποκαρδιωτικής αποβιομηχάνισης, να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας και να οραματίζεται δείχνοντας τον δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσουμε, ώστε να πετύχουμε το διπλό στόχο, αφενός του εξορθολογισμού των δαπανών και αφετέρου της Ανάπτυξης που αποτελεί μονόδρομο για την επόμενη ημέρα.