Ελεύθερος Τύπος Κυριακής (23.12.2017) 

Σε περιφερειακή δύναμη στη Νότια Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να αναδειχθεί η ελληνική φαρμακοβιομηχανία τα επόμενα χρόνια, δίνοντας ώθηση στην εθνική οικονομία και συμβάλλοντας στην  επιστροφή της χώρας σε τροχιά ανάπτυξης.

Πρόκειται, άλλωστε, για έναν τομέα με σημαντική δυναμική, εξωστρεφή προσανατολισμό και υψηλή προστιθέμενη αξία. Έχει υπολογιστεί, από τον ΙΟΒΕ, ότι για κάθε 1 ευρώ που επενδύεται στο ελληνικό φάρμακο, το ΑΕΠ ενισχύεται κατά 3,4 ευρώ. Αυτή τη στιγμή, 27 ελληνικές εταιρείες παράγουν ποιοτικά, αξιόπιστα φάρμακα στη χώρα μας, πραγματοποιούν το 90% των επενδύσεων και απασχολούν το 60% των εργαζομένων στον κλάδο του φαρμάκου.

Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία έχει τη δυνατότητα να καλύψει έως και το 60% της εγχώριας αγοράς φαρμάκου, από 22% σήμερα, με οικονομικά, αποτελεσματικά φάρμακα. Εφόσον επιτευχθεί η διείσδυση σε αυτά τα επίπεδα, υπολογίζεται πως το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 3,4-3,8 δις ευρώ, ενώ θα δημιουργηθούν περί τις 2.000-2.500 νέες θέσεις εργασίας. Παράλληλα, θα ενισχυθούν σημαντικά οι επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη, καθώς και η παραγωγικότητα μέσω της δημιουργίας οικονομιών κλίμακας. Αξιοσημείωτη είναι και η προβλεπόμενη συγκράτηση της πραγματικής φαρμακευτικής δαπάνης, ως αποτέλεσμα της χρήσης οικονομικότερων θεραπευτικών εναλλακτικών.

Προϋπόθεση για να ξεδιπλώσει ο κλάδος την αναπτυξιακή δυναμική του και να μετατραπεί σταδιακά σε ηγέτιδα δύναμη φαρμακευτικής τεχνολογίας στην ευρύτερη περιοχή, είναι να αλλάξει εκ βάθρων το σημερινό στρεβλό πλαίσιο φαρμακευτικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, είναι απαραίτητο να επανεξεταστούν οι -κατά γενική παραδοχή- χαμηλοί και ανεπαρκείς προϋπολογισμοί για τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, καθώς και να εφαρμοστούν αποτελεσματικά οι αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Μόνο έτσι θα μπορέσει να δοθεί τέλος στον φαύλο κύκλο των συνεχών μειώσεων τιμών, των υποχρεωτικών εκπτώσεων και επιστροφών, ο οποίος οδηγεί την ελληνική παραγωγή φαρμάκου σε ασφυξία.

Είναι ευρέως αντιληπτό πλέον, ότι η μη έγκαιρη υιοθέτηση και υλοποίηση των απαραίτητων αλλαγών από την Πολιτεία επέτεινε τις στρεβλώσεις και μας έφερε στο σημερινό αδιέξοδο. Η κάθετη μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης επιτυγχάνεται τα τελευταία χρόνια πλασματικά, με δύο τρόπους. Αφενός, μέσω συνεχών ανατιμολογήσεων προς τα κάτω, ειδικά των γενόσημων φαρμάκων ελληνικής παραγωγής. Αφετέρου, μέσω της κάλυψης της όποιας υπέρβασης των κλειστών προϋπολογισμών για το φάρμακο από τις φαρμακευτικές εταιρείες με την μορφή “ποινής”. Και αυτό γίνεται αδιακρίτως και βαραίνει δυσανάλογα την ελληνική φαρμακοβιομηχανία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη πως τα ήδη οικονομικά ελληνικά γενόσημα συμβάλλουν ουσιαστικά στην εξοικονόμηση πόρων στο σύστημα φαρμακευτικής περίθαλψης.

Μετά από σειρά ετών κατά τα οποία εφαρμόστηκαν οριζόντια μέτρα έκτακτου χαρακτήρα βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο. Είναι πια επιτακτική η ανάγκη να σχεδιαστεί και να υιοθετηθεί μια ολοκληρωμένη πολιτική στον κλάδο του φαρμάκου, με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, και με γνώμονα το συμφέρον των ασθενών και τη συνολική επίδραση στην οικονομία. Η Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας έχει καταθέσει σειρά προτάσεων προς αυτή την κατεύθυνση. Κοινή πεποίθηση, άλλωστε, των εταιρειών του κλάδου μας είναι πως η φαρμακευτική πολιτική θα πρέπει να διασφαλίζει την πρόσβαση των ασθενών στις αναγκαίες θεραπείες και τη βιωσιμότητα του συστήματος, ενώ θα πρέπει να έχει  παράλληλα και αναπτυξιακή προοπτική.

Σε αυτό το πλαίσιο, το ελληνικό φάρμακο μπορεί να παίξει κομβικό ρόλο. Η περαιτέρω χρήση του μπορεί να συμβάλλει στην ισορροπία του συστήματος υγείας, ενώ η παραγωγή του να καταστεί αναπτυξιακός μοχλός για την ελληνική οικονομία. Πρόκειται, άλλωστε, για φάρμακο ποιοτικό, αξιόπιστο και προσιτό. Το εμπιστεύονται γιατροί, φαρμακοποιοί και ασθενείς στην Ελλάδα και σε περισσότερες από 80 χώρες όπου εξάγεται. Παράγεται στη χώρα μας εδώ και 50 χρόνια και δημιουργεί σημαντική προστιθέμενη αξία για την ελληνική οικονομία.

Οι ελληνικές εταιρείες δηλώνουν παρούσες στην εθνική προσπάθεια ανάκαμψης, επενδύοντας στην έρευνα, δημιουργώντας τεχνογνωσία, ενισχύοντας την απασχόληση και παρέχοντας πόρους στα δημόσια ταμεία. Είναι καιρός ο ρόλος τους να αναγνωριστεί από την Πολιτεία και να δημιουργηθεί το πλαίσιο που θα τους επιτρέψει να καταστούν φορείς εκκίνησης της ελληνικής οικονομίας.