Καθημερινή (26.11.2017) 

Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης της οικονομίας και να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη του φαρμακευτικού κλάδου στην ευρύτερη περιοχή της Νότιας Ευρώπης και Νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Η Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας έχει διαβεβαιώσει πως οι ελληνικές παραγωγικές μονάδες μπορούν να καλύψουν κατά 60% τις ανάγκες της χώρας με ποιοτικά και οικονομικά φάρμακα. Εφόσον αυτό επιτευχθεί, η συνολική επίδραση στο ΑΕΠ θα είναι 3,4 – 3,8 δισ. €, θα δημιουργηθούν 2.000 – 2.500 νέες θέσεις εργασίας, θα αυξηθεί η παραγωγικότητα και η τεχνογνωσία, και θα συγκρατηθεί η φαρμακευτική δαπάνη, λόγω της χρήσης οικονομικότερων φαρμακευτικών επιλογών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία θα εδραιώσει τη θέση της ως ηγέτης στην ανάπτυξη και παραγωγή γενοσήμων φαρμάκων στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και σταδιακά θα μετατραπεί σε Κέντρο Φαρμακευτικής Τεχνολογίας.

Για να μπορέσει, όμως, ο κλάδος της φαρμακοβιομηχανίας να μπει σε αυτήν την θετική πορεία ανάπτυξης, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των χαμηλών και ασφυκτικών προϋπολογισμών της φαρμακευτικής δαπάνης, να προχωρήσουν αποφασιστικά οι απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά φαρμάκου και να σπάσει ο φαύλος κύκλος των οριζόντιων μέτρων λογιστικού χαρακτήρα που λαμβάνονται τα τελευταία χρόνια.

Όσο η Πολιτεία αδυνατεί να υλοποιήσει τα αναγκαία μέτρα, η κατάσταση θα οδηγείται σε αδιέξοδο. Οι προϋπολογισμοί της φαρμακευτικής δαπάνης “πέφτουν” έξω και το δημόσιο, υπό την πίεση των θεσμών, θεραπεύει την αδυναμία του με δυο μεθόδους: Αφενός, μειώνοντας διαρκώς τις τιμές αποζημίωσης των φτηνών φαρμάκων, εξοντώνοντας κυρίως την ελληνική παραγωγή. Και αφετέρου, φορτώνοντας τη βιομηχανία με συνεχή οριζόντια και άδικα χαράτσια για τις υπερβάσεις που προκαλούνται. Είναι οι γνωστές  υποχρεωτικές εκπτώσεις και επιστροφές -rebate και clawback- που ήδη οδηγούν πολλά φάρμακα ελληνικής παραγωγής σε τιμές χαμηλότερες από το όριο της βιωσιμότητάς τους.

Σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία η υιοθέτηση μιας εθνικής πολιτικής φαρμάκου που θα αντιμετωπίζει δυναμικά τη φαρμακευτική δαπάνη, προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας. Και προς αυτήν την κατεύθυνση υπάρχουν αξιόλογες συζητήσεις της φαρμακοβιομηχανίας με την κυβέρνηση. Η φαρμακευτική πολιτική οφείλει να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του συστήματος φαρμακευτικής περίθαλψης και, παράλληλα, να αντιμετωπίζει τη φαρμακευτική δαπάνη και ως μοχλό ανάπτυξης.

Και εδώ, τίθεται σοβαρά το ζήτημα της ανάδειξης του ελληνικού φαρμάκου ως παράγοντα ισορροπίας του συστήματος υγείας αλλά και ως φορέα αναπτυξιακής πολιτικής.

Το ελληνικό φάρμακο είναι ποιοτικό και αξιόπιστο. Και επιπλέον είναι εξαιρετικά προσιτό. Σημαντικά πιο οικονομικό από τα εισαγόμενα. Στηρίζει την υγεία της ελληνικής οικογένειας περισσότερο από 50 χρόνια. Το εμπιστεύονται οι φορείς, οι  γιατροί και οι ασθενείς στην Ελλάδα και την Ευρώπη, σε 80 συνολικά χώρες όπου εξάγεται, αποτελώντας τη μεγάλη εξαγωγική δύναμη της χώρας. Ο ρόλος της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας στην εθνική οικονομία, είναι κρίσιμος.

Οι ελληνικές επιχειρήσεις παραγωγής φαρμάκου μένουν Ελλάδα και επιμένουν Ελλάδα. Προσφέρουν αύξηση της παραγωγικότητας, ενίσχυση των θέσεων εργασίας, πόρους στην εθνική οικονομία και τεχνογνωσία. Αποτελούν κρίσιμο παράγοντα ανάπτυξης. Και πρέπει να αντιμετωπιστούν ως κινητήρια δύναμη ανάκαμψης της οικονομίας.