ΠΕΦ_Κεφάλαιο (17.06.2017)

Τον κώδωνα του κινδύνου για αποσύρσεις φαρμάκων κρούουν στελέχη της αγοράς

Με την ολοκλήρωση της 12ης συνεχούς ανατιμολόγησης των τελευταίων 7 ετών, στην οποία προχώρησε το Υπουργείο Υγείας, 2.480 γενόσημα φάρμακα Ελληνικής παραγωγής θα διατίθενται πλέον σε χονδρικές τιμές χαμηλότερες των €3! Η εφαρμογή του νέου Δελτίου Τιμών χαρακτηρίζεται “εξοντωτική” για την εγχώρια φαρμακοβιομηχανία και αναμένεται να οδηγήσει σε παύση της κυκλοφορίας μιας σειράς δοκιμασμένων και αξιόπιστων φαρμάκων των οποίων η παραγωγή, λόγω  ειδικών ποιοτικών προδιαγραφών, καθίσταται πλέον ασύμφορη.

Η πολιτική περιορισμού της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης των τελευταίων ετών έχει στηριχθεί σχεδόν αποκλειστικά σε οριζόντιες μειώσεις τιμών και υποχρεωτικές εκπτώσεις, ενώ η όποια υπέρβαση του προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ καλύπτεται υποχρεωτικά από τις φαρμακευτικές εταιρείες. Τα μέτρα αυτά έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδο τις ελληνικές εταιρείες παραγωγής φαρμάκου, οι οποίες καταγγέλλουν σε κάθε ευκαιρία τις καταστροφικές συνέπειες για τον κλάδο και τις επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία ευρύτερα.

Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία είναι ένας από τους πιο δυναμικούς, εξαγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Παράγει γενόσημα φάρμακα, ασφαλή και δοκιμασμένα επί σειρά ετών, τα οποία εμπιστεύονται ιατροί και ασθενείς σε 140 χώρες, όπου εξάγονται. Παρότι τα φάρμακα αυτά είναι σημαντικά οικονομικότερα των αντίστοιχων εισαγόμενων “πρωτοτύπων”, το Υπουργείο Υγείας επιβάλλει συνεχείς, οριζόντιες μειώσεις τιμών που, όπως αναφέρουν οι Έλληνες παραγωγοί, επιβαρύνουν δυσανάλογα τα σκευάσματα της ελληνικής παραγωγής. Τα τελευταία 7 έτη, οι τιμές των ελληνικών γενοσήμων έχουν μειωθεί μεσοσταθμικά κατά 65%, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ευρέως χρησιμοποιούμενων φαρμάκων η μείωση φτάνει το 85%. Ενδεικτικά, η τιμή γνωστού ελληνικού φαρμάκου για τη χοληστερίνη έχει μειωθεί κατά 80% από το 2014, φτάνοντας σήμερα στα 2,13 ευρώ. Αντίστοιχες είναι πλέον οι τιμές μιας σειράς ελληνικών φαρμάκων για τη γαστροπροστασία, την υπέρταση, την αντιβίωση και άλλων. Το ίδιο διάστημα, οι τιμές των ακριβότερων, εισαγόμενων σκευασμάτων μειώθηκαν μεν αλλά σε σημαντικά μικρότερο βαθμό. Η εικόνα αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα, πως οι συνεχείς ανατιμολογήσεις εστιάζουν δυσανάλογα και καταχρηστικά στα ήδη φθηνά, γενόσημα σκευάσματα.

Η τιμολογιακή πίεση που ασκείται κυρίως στην ελληνική φαρμακοβιομηχανία αναμένεται να οδηγήσει σε αναγκαστική απόσυρση από την αγορά ορισμένων φαρμάκων των οποίων η παραγωγή καθίσταται ασύμφορη. Αυτά, θα χρειαστεί να αντικατασταθούν από άλλα, ακριβότερα φάρμακα, επιβαρύνοντας τόσο το Σύστημα Υγείας και τα Ταμεία, όσο και τους ίδιους τους ασθενείς. Δεδομένου ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ για τα φάρμακα είναι “κλειστός”, και άρα η δαπάνη δεν γίνεται να ξεπεράσει το προκαθορισμένο ποσό, η απουσία οικονομικών φαρμάκων από το σύστημα θα αναγκάσει το δημόσιο να καλύψει με λιγότερα φάρμακα λιγότερους ασθενείς.

Είναι προφανές, ότι η επιλογή της περιστολής της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης μέσω συνεχών ανατιμολογήσεων είναι στρεβλή και ατελέσφορη. Όχι μόνο δεν παράγει εξοικονομήσεις για το Δημόσιο Σύστημα Υγείας μεσοπρόθεσμα, αλλά κατευθύνει ουσιαστικά τη δαπάνη προς τα ακριβότερα εισαγόμενα σκευάσματα και υπονομεύει το μέλλον της ελληνικής παραγωγής. Δυστυχώς, όμως, οι ευθύνες για την εξέλιξη αυτή βαρύνουν τις διαδοχικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, οι οποίες λειτουργώντας σε καθεστώς στενής επιτροπείας εκ μέρους των Θεσμών, αδυνατούν να διαμορφώσουν μια εθνική φαρμακευτική πολιτική και να λάβουν τα απαραίτητα διαρθρωτικά μέτρα που θα οδηγήσουν σε πραγματικές εξοικονομήσεις μεσοπρόθεσμα.

Η φαρμακοβιομηχανία έχει ζητήσει επανειλημμένως την εφαρμογή διαρθρωτικών αλλαγών για τη συγκράτηση της δαπάνης με βιώσιμο τρόπο, με έμφαση στην ορθή χρήση των φαρμάκων. Οι αλλαγές περιλαμβάνουν την καθιέρωση θεραπευτικών πρωτοκόλλων και τη διενέργεια ουσιαστικών ελέγχων στον όγκο και το περιεχόμενο της συνταγογράφησης, καθώς και η πρόβλεψη κινήτρων σε ιατρούς, φαρμακοποιούς για τη χρήση οικονομικότερων θεραπειών. Άλλωστε, σημειώνουν, η δαπάνη στα φάρμακα δεν εξαρτάται μόνο από τις τιμές. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την περίοδο μεταξύ 2014 – 2016, ο αριθμός των συνταγών που εκδόθηκαν αυξήθηκε κατά 12%. Παράλληλα, παρατηρείται μια αναίτια υποκατάσταση αποτελεσματικών, οικονομικών φαρμάκων από νεότερα ακριβότερα, χωρίς αξιολόγηση της σχέσης κόστους και θεραπευτικού οφέλους για τον ασθενή. Αυτά είναι φαινόμενα που πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα στα πλαίσια μιας εθνικής φαρμακευτικής πολιτικής με πρωταρχικό στόχο την καθολική κάλυψη των φαρμακευτικών αναγκών του πληθυσμού και όχι απλώς τον περιορισμό της δαπάνης.

Η εφαρμογή ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων είναι ο μόνος τρόπος για να σταματήσουν οι στρεβλές και κοντόφθαλμες εισπρακτικές πολιτικές στο χώρο του φαρμάκου, οι οποίες οδηγούν σε συρρίκνωση την ελληνική φαρμακοβιομηχανία. Έναν κλάδο, που εν μέσω της πολυετούς κρίσης και παρά τις αντίξοες συνθήκες, διατήρησε την παραγωγή και τις θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης στην Ελλάδα, με σημαντική προστιθέμενη αξία για την ελληνική οικονομία. Οι εκπρόσωποι του κλάδου τονίζουν σε κάθε ευκαιρία τις καταστροφικές επιπτώσεις των τυφλών ανατιμολογήσεων που θέτουν εν αμφιβόλω την επιβίωσή του και καλούν την Πολιτεία να υιοθετήσει μια συνολική αναπτυξιακή πολιτική για την φαρμακοβιομηχανία, με όφελος για την ελληνική παραγωγή, τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά πρωτίστως για τους Έλληνες ασθενείς.